Ισμαήλ

Ισμαήλ
Ισμαήλ ο
Измаил – сын Авраама от Агарии
Этим.
< евр. Yishmael «Бог слышит». (Γέν. 16, 11)... και καλέσεις το όνομα αυτού Ισμαήλ, ότι επήκουσεν κύριος τη ταπεινώσει σου (Быт. 16, 11)…и наречешь ему имя Измаил, ибо услышал Господь страдание твое

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Ισμαήλ" в других словарях:

  • Ισμαήλ πασάς — (Κάιρο 1830 – Κωνσταντινούπολη 1895). Ηγεμόνας της Αιγύπτου. Ήταν γιος του Ιμπραήμ πασά και σπούδασε στη Γαλλία, όπου έζησε έως το 1849. Όταν διαδέχθηκε το 1864 τον θείο του Σαΐντ πασά στον θρόνο της Αιγύπτου, ο σουλτάνος του απένειμε τον τίτλο… …   Dictionary of Greek

  • Ισμαήλ — I (4ος αι. μ.Χ.).Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Ι. έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη. Σε ένα ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον συντρόφευαν οι Πέρσες Μανουήλ και Σαβέλ, αποδοκίμασε τον αυτοκράτορα γιατί θυσίαζε στα… …   Dictionary of Greek

  • Ισμαήλ — ο άκλ., κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισμαήλ ιμπν Άχμαντ — (849 – 907 μ.Χ.). Εμίρης της Υπερωξανίας και του Χορασάν (829 907), ιδρυτής της δυναστείας των Σαμανιδών. Στη διάρκεια της βασιλείας του, οι κτήσεις των Σαμανιδών επεκτάθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής Ασίας, έως την Περσία και το… …   Dictionary of Greek

  • Πασόμπεης, Ισμαήλ — (18ος – 19ος αι.). Αλβανός σύμβουλος των Τούρκων. Γεννήθηκε στα Γιάννενα, όπου αργότερα ήρθε σε ρήξη με τον Αλή πασά, ο οποίος επιχείρησε πολλές φορές να τον εξοντώσει. Για να γλιτώσει, εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και κατά καιρούς κατέφυγε στη… …   Dictionary of Greek

  • Πλιάσας, Ισμαήλ πασάς — (1780 – 1832). Τουρκαλβανός φύλαρχος της Λιαπουριάς και στρατηγός. Πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά της Σερβίας και συνεργάστηκε με τον Αλή πασά για την ειρήνευση της Αλβανίας. Με το αξίωμα του πασά πολέμησε εναντίον των Σουλιωτών το 1821 και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Βελή πασάς — (1773 – 1822).Δευτερότοκος γιος του Αλή πασά Ιωαννίνων, από την πρώτη του γυναίκα Εμινέ. Νυμφεύτηκε την κόρη του Ισμαήλ πασά του Βερατίου Ζεϊβενιέ, από την oποία απέκτησε τρία παιδιά. To 1801 κινήθηκε κατά του πεθερού του Ισμαήλ, που υποστήριξε… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Άγαρ — Βιβλικό πρόσωπο. Μητέρα του Ισμαήλ, γιου του Αβραάμ και γενάρχη των Αράβων. Κατά την Παλαιά Διαθήκη, η Ά. καταγόταν από την Αίγυπτο και ήταν υπηρέτρια της Σάρας, που καθώς ήταν άτεκνη προέτρεψε τον Αβραάμ vα αποκτήσει παιδί με τη νεαρή κόρη. Όταν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»